- ἑρμήνευσε
- ἑρμηνεύωinterpretaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κυβέλη — I Θεότητα της Φρυγίας και της Λυδίας κατά την αρχαιότητα, η λατρεία της οποίας εξαπλώθηκε και στον ελλαδικό χώρο. Επρόκειτο για ένα ανώτατο ον θηλυκού γένους, ένα ασιατικό αντίστοιχο της Μεγάλης Μητέρας Θεάς. Περιστοιχιζόταν από τον Ουρανό, τον… … Dictionary of Greek
Άμλετ — Όνομα του κεντρικού ήρωα της ομώνυμης τραγωδίας του Σαίξπηρ (ο πλήρης τίτλος της είναι Η τραγική ιστορία του Ά., πρίγκιπα της Δανίας), της οποίας το θέμα είναι παρμένο από το χρονικό του Δανού ιστορικού Σάξονα του Γραμματικού (13ος αι.) με τίτλο… … Dictionary of Greek
Γκάρμπο, Γκρέτα — (Greta Garbo, Στοκχόλμη 1905 – Νέα Υόρκη 1990). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Σουηδέζας ηθοποιού του κινηματογράφου Γκρέτα Γκούσταφσον (Greta Gustafsson).Εργάστηκε αρχικά σε κομμωτήριο και έπειτα ως μαθητευόμενη στα μεγάλα καταστήματα PUB, όπου της… … Dictionary of Greek
Δάνης, Γιώργος — (Σμύρνη 1920 – 1995). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του θεατρικού ηθοποιού Δανιήλ Γαβριηλίδη. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Γιαννούλη Σαραντίδη. Η πρώτη του εμφάνιση έγινε το 1949, στην επιθεώρηση Άνθρωποι του ’49· το 1951 εμφανίστηκε στην πρόζα… … Dictionary of Greek
Διαμαντόπουλος, Βασίλης — (Πειραιάς 1920 – Αθήνα 2000). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε στις δραματικές σχολές του Εθνικού Θεάτρου και του Θεάτρου Τέχνης. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1942 στην Αγριόπαπια του Ίψεν με τον Κάρολο Κουν και μέχρι το… … Dictionary of Greek
Καλλέργης, Λυκούργος — (Χουμέρι Μυλοποτάμου Κρήτης 1914 –).Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Γιος του σοσιαλιστή ηγέτη Σταύρου Καλλέργη (βλ. λ.), σπούδασε στη δραματική σχολή των Καρόλου Κουν Διονύση Δεβάρη. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο το 1934,… … Dictionary of Greek
Κωτσόπουλος, Θάνος — (Αθήνα 1911 – 1993). Ηθοποιός του θεάτρου και συγγραφέας. Σπούδασε αρχικά φιλολογία και εργάστηκε στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Η γνωριμία του με τον Φώτο Πολίτη ήταν η αφορμή για να ασχοληθεί με το θέατρο. Τελείωσε με άριστα τη δραματική σχολή του… … Dictionary of Greek
Μιράντα, Ίζα — (Isa Miranda, Μιλάνο 1909 – 1982). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Ιταλίδας ηθοποιού του θεάτρου και του κινηματογράφου Ίνες Ιζαμπέλλα Σαμπριέτρο (Ines Isabella Samprietro). Υπήρξε διεθνώς η πιο γνωστή σταρ του ιταλικού κινηματογράφου κατά την πρώτη… … Dictionary of Greek
Ντόπλερ, φαινόμενο — Στη φυσική, είναι η μεταβολή της μετρούμενης συχνότητας μιας κυματικής διαταραχής, όταν η πηγή του κύματος και ο παρατηρητής κινούνται το ένα ως προς το άλλο. Προφανώς η συχνότητα του κύματος που αντιλαμβάνεται ο παρατηρητής δεν είναι ίδια με… … Dictionary of Greek